σφενδόνᾳ — σφενδόναι , σφενδόνη sling fem nom/voc pl σφενδόνᾱͅ , σφενδόνη sling fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδόνα — Λέγεται και σφενδόνη. Όργανο με το οποίο εκσφενδονίζονται πέτρες. Αποτελείται από μακριά λουρίδα, συνήθως δερμάτινη, η οποία φέρει στο μέσο της πλατύ θύλακο, όπου τοποθετείται η πέτρα. Ο σφενδονιστής (αρχ. σφενδονήτης), αφού πρώτα βάλει την πέτρα … Dictionary of Greek
σφενδονᾷ — σφενδονάω use the sling pres subj mp 2nd sg σφενδονάω use the sling pres ind mp 2nd sg (epic) σφενδονάω use the sling pres subj act 3rd sg σφενδονάω use the sling pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονᾶι — σφενδονᾷ , σφενδονάω use the sling pres subj mp 2nd sg σφενδονᾷ , σφενδονάω use the sling pres ind mp 2nd sg (epic) σφενδονᾷ , σφενδονάω use the sling pres subj act 3rd sg σφενδονᾷ , σφενδονάω use the sling pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδόνας — σφενδόνᾱς , σφενδόνη sling fem acc pl σφενδόνᾱς , σφενδόνη sling fem gen sg (doric aeolic) σφενδόνᾱς , σφενδονάω use the sling imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκσφενδονίζω — ρίχνω μακριά με ορμή σαν να κρατώ σφενδόνα … Dictionary of Greek
εκσφενδόνηση — και εκφενδόνιση, η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκσφενδονώ ή εκσφενδονίζω, ορμητική βολή σαν σφενδόνα («εκσφενδόνηση τορπίλλης») … Dictionary of Greek
μακρόκωλος — μακρόκωλος, ον (AM) μσν. αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.) αρχ. 1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες 2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από… … Dictionary of Greek
σφενδόνη — η, ΝΜΑ και σφεντόνα Ν, και δωρ. τ. σφενδόνα Α 1. εκηβόλο όπλο που εκτοξεύει λίθινα ή μεταλλικά βλήματα σφαιροειδούς μορφής και αποτελείται από κεντρικό εύκαμπτο τεμάχιο, προσαρμοσμένο σε δύο ιμάντες 2. η οπή ή το κοίλωμα τού δαχτυλιδιού όπου… … Dictionary of Greek
όναγρος — I Ονομαζόταν και σκορπιός. Πολεμική μηχανή, είδος καταπέλτη. Οι αρχαίοι Έλληνες, τις μηχανές του είδους, τις ονόμαζαν αφετήρια. Ο ό. εκσφενδόνιζε πέτρες και ήταν ξύλινος με μηχανισμό κατάλληλο από τένοντες ζώων και σκοινιά, ώστε να λειτουργεί σαν … Dictionary of Greek